- αδηλοποιός
- ἀδηλοποιός, -όν (Μ)αυτός που κάνει κάποιον (ή κάτι) άδηλο, δηλ. αφανή, αόρατο.[ΕΤΥΜΟΛ. ἄδηλος + ποιῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀδηλοποιόν — ἀδηλοποιός making unseen masc/fem acc sg ἀδηλοποιός making unseen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδηλοποιά — ἀδηλοποιός making unseen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδηλος — η, ο (Α ἄδηλος ον) 1. ο μη δήλος, μη φανερός, άγνωστος, ασαφής, αβέβαιος 2. ο αγνώστου προελεύσεως, ανεξιχνίαστος, μυστηριώδης, κρυφός, μυστικός 3. (φρ. «άδηλα και κρύφια», για πράγματα άγνωστα και μυστηριώδη (η φρ. από την ΠΔ Ψαλμ. 50, 8) αρχ. 1 … Dictionary of Greek
ἀδηλοποιῶν — ἀδηλοποιέω make unseen pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἀδηλοποιός making unseen masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)